δείξιος

δείξιος
και δείξος, -α, -ο
φρ. «ο ποίσος κι ο δείξιος» — ο παλιάνθρωπος, ο τιποτένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματικό παράγωγο (επίθετο) σχηματισμένο απ' ευθείας από τον μέλλοντα (θα) δείξω τού δείχνω (πρβλ. ο ποίσος* < (θα) ποίσω < ποιήσω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”